- συγχωρητήριος
- -α, -ο, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγχώρηση ή αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγχωρητικός2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητήριοη από την εκκλησιαστική αρχή παρεχόμενη έγγραφη άφεση αμαρτιών, συγχωροχάρτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < συγχωρώ + κατάλ. -τήριος (πρβλ. απολυ-τήριος)].
Dictionary of Greek. 2013.